ἀνάρπαστα

ἀνάρπαστα
ἀνάρπαστος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναρπαστάν — ἀναρπαστά̱ν , ἀναρπαστός snatched up fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάρπαστος — η, ο αυτός που γρήγορα αρπάχτηκε, εξαφανίστηκε, πουλήθηκε: Τα κατσικάκια σήμερα έγιναν ανάρπαστα στην αγορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”